τερατώδεις

τερατώδεις
τερατώδης
portentous
masc/fem acc pl
τερατώδης
portentous
masc/fem nom/voc pl (attic epic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • δαίμων ή δαίμονας — Στην αρχαία ελληνική γλώσσα σήμαινε θεός θεά και γενικά κάθε εξωανθρώπινη ύπαρξη στην οποία αποδιδόταν μία δύναμη που επιδρούσε σε ορισμένες περιστάσεις και σε ορισμένα μέρη. Έτσι, απέδιδαν σε έναν δ. την εμφάνιση μιας δυστυχίας ή μια επιτυχημένη …   Dictionary of Greek

  • αποικιακή τέχνη — Είναι η θρησκευτική κυρίως τέχνη που άνθησε στις ισπανικές και πορτογαλικές αποικίες της Αμερικής (στο Περού, στη Βραζιλία και ιδίως στο Μεξικό), από το τέλος του 16ου και μέχρι τον 18o αι. Χρησιμοποίησε συνήθως μορφές από τον ρυθμό μπαρόκ, με… …   Dictionary of Greek

  • Μαλάλας, Ιωάννης — (6ος αι. μ.Χ.). Εξελληνισμένος Σύρος χρονογράφος. Η χρονογραφία του –η παλαιότερη γνωστή του είδους– καλύπτει την περίοδο από τους μυθικούς χρόνους της αιγυπτιακής ιστορίας έως τα τελευταία χρόνια της βασιλείας του Ιουστινιανού. Γραμμένη με το… …   Dictionary of Greek

  • Μινχάουζεν, Καρλ Χιερόνιμους βαρόνος του- — (Karl Hieronymus Baron von Mόnchhausen, 1720 – 1797). Γερμανός αξιωματικός, που έγινε διάσημος για τις τερατολογίες του. Υπηρέτησε ως αξιωματικός του ιππικού στον ρωσικό στρατό και πολέμησε εναντίον των Τούρκων. Όταν επέστρεψε στην πατρίδα του το …   Dictionary of Greek

  • Ντίκενς, Τσαρλς — (Charles Dickens, Λάντπορτ, Πόρτσμουθ 1812 – Λονδίνο 1870). Άγγλος συγγραφέας. Ήταν ακόμα παιδί όταν εγκαταστάθηκε μαζί με την οικογένειά του στο Λονδίνο. Ο πατέρας του, μια συγκινητική και κωμική ενσάρκωση του οποίου βρίσκουμε στον κύριο… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”